- γρηγορεύω
- και γληγορεύω1. επιταχύνω κάτι2. αναπτύσσω ταχύτητα, σπεύδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρηγορεύω — 1. μτβ., επιταχύνω κάτι: Γρηγορεύω το βήμα μου. 2. αμτβ., σπεύδω, βιάζομαι: Γρηγόρευε να φύγει, γιατί ερχόταν βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)